καταδημαγωγία

καταδημαγωγία
η (Μ καταδημαγωγία) [καταδημαγωγώ]
τα τεχνάσματα τού δημαγωγού, η εξαπάτηση τού λαού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”